-
1 ανεμοβλογιά
[анэмовлогья] ουσ. Θ. (ιατρ.) ветряная оспа,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεμοβλογιά
-
2 оспа
оспа ж η ευλογιά; ветряная \оспа η ανεμοβλογιά* привить \оспау κάνω δαμαλισμό* * *жη ευλογιάветряна́я о́спа — η ανεμοβλογιά
приви́ть о́спу — κάνω δαμαλισμό
-
3 оспа
мед. η ευλογιάветряная - η ανεμοβλογιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оспа
-
4 ветряный
ветрян||ыйприл:\ветряныйая о́спа мед. ἡ ἀνεμοβλογιά. -
5 оспа
о́сп||аж ἡ εὐλογία, ἡ εὐλογιά, ἡ βλο-γιά:ветряная \оспа ἡ ἀνεμοβλογιά· черная \оспа ἡ αίμορραγική εὐλογιά· прививать \оспау κάνω ἐμβόλιο κατά τής εὐλογιάς· лицо в \оспае πρόσωπο βλογιοκομμένο. -
6 ветрянка
См. также в других словарях:
ανεμοβλογιά — η λοιμώδης αρρώστια πολύ μεταδοτική, συγγενική με τη βλογιά, αλλά ελαφρότερης μορφής: Το παιδί δεν την έβγαλε ακόμη την ανεμοβλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική … Dictionary of Greek
Ветряная оспа — У этого термина существуют и другие значения, см. Оспа. Ветряная оспа … Википедия
Вариолид — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 … Википедия
Ветрянка — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 … Википедия
Ветрянная оспа — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 … Википедия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
ψευδευλογιά — η ανεμοβλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)